σφεδανός — vehement masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφεδανόν — σφεδανός vehement masc acc sg σφεδανός vehement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφεδανή — σφεδανός vehement fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφεδανήν — σφεδανός vehement fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφεδανῶς — σφεδανός vehement adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφεδανώτερος — σφεδανός vehement masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρός — ή, ό / σφοδρός, ά, όν, ΝΜΑ, και σφοδρός, όν, Α ορμητικός, βίαιος ή έντονος, ισχυρός (α. «σφοδρή θαλασσοταραχή» β. «σφοδρός έρωτας» γ. «σφοδρόν καῡμα», Γαλ. δ. «σφοδρὸν μῑσος», Θουκ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) α) παράφορος («νέος δὲ καὶ σφοδρὸς ὁ υἱὸς… … Dictionary of Greek
σφεδανῶν — σφεδανάω vehement pres part act masc voc sg σφεδανάω vehement pres part act neut nom/voc/acc sg σφεδανάω vehement pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σφεδανάω vehement pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) σφεδανός vehement… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόνδυλος — Δίθυρο μαλάκιο (spondilus gaedezopus) της οικογένειας των Σπονδυλιδών, της τάξης των ψευδοελασματοβραγχίων. Το όστρακό του έχει άνισες θυρίδες: η μεγαλύτερη, που προσκολλάται στο βυθό της θάλασσας, έχει μέγιστο άξονα μήκους 10 περίπου εκ. Η άλλη… … Dictionary of Greek
σφαδάζω — ΝΜΑ, και σφαράζω και σφαράσσω Ν, και δ. γρφ. σφαδάζω και σφαδαΐζω και σφραδάζω Α κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με σφοδρότητα, σπαρταρώ (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ τού δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», Πλούτ.)… … Dictionary of Greek